-
1 оплата
-ы θ.πληρωμή, καταβολή χρημάτων•оплата труда рабочих η πληρωμή της δουλειάς των εργατών•
сдельная оплата πληρωμή με το κομμάτι.
-
2 оплата
(труда, услуг и т.п.) η πληρωμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оплата
-
3 чек
1. (банковский) η επιταγ/ή---2. (квитанция) η απόδειξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чек
-
4 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
5 партия
1. (определённое количество каких-л. товаров, предметов и т.п.) η παρ-τίδ/α 2. (одна игра) η παρτίδα, το παιγνίδι 3. (политическая организация) το κόμμα 4 муз. η (μουσική) παρτίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партия
-
6 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
7 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
8 простой
II.(непредвиденная остановка в работе, вынужденное бездействие) η καθυστέρησ/η, η υπερημερία, το σταμάτημαоплата - я (судна) πληρωμή της - ης, οι σταλίεςплата за - (судна вагона) πληρωμή της - ης, οι σταλίεςчасы - я ώρες - ης/του σταματήματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > простой
-
9 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
10 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
11 убыток
1. (материальный ущерб, потеря) η ζημι/ά, η απώλεια, το χάσιμοзастраховать перевозчика от всех потерь - ков и расходов ασφαλίζω τον μεταφορέα από όλες τις ελλείψειςнести - ζημιώνομαι, υφίσταμαι -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убыток
-
12 часовой
часовой 1επ.1. ωριαίος, μιας ώρας•-ая беседа συνομιλία μιας ώρας.
2. της μιας ώρας (μετά τα μεσάνυχτα)•уехать -ым поездом αναχωρώ με το τρένο της μιας τη νύχτα.
|| της ώρας, με την ώρα•часовая оплата πληρωμή με την ώρα.
εκφρ.часовой пояс – η ηλιακή ώρα.часовой 2επ.ωρολογιακός, του ωρολογίου•часовой механизм ωρολογιακός μηχανισμός•
-ая стрел--ка ο δείχτης του ωρολογίου.
часовой 3-ого α.σκοπός, φρουρός, φύλακας. -
13 часовой
часов||ой Iприл1. (длящийся час, получаемый за час) ὠριαίος, τής ὠρας, ! μιας ὠρας:\часовойа́я беседа συζήτηση ἐπί μιαν ῶρα· \часовойая оплата πληρωμή μέ τήν ὠρα·2. (относящийся к часам) τοῦ (ώ)ρολογίου:\часовойая стрелка ὁ ὠροδείκτης· \часовойо́й механизм ὁ μηχανισμός τοῦ ὠρολο-γιοῦ· \часовой магазин τό ὠρολογοποιεῖον, τό ὠρολογάδικο· \часовой мастер, \часовойых дел мастер ὁ ὠρολογϋς, ὁ ὠρολογοποιός· \часовой завод τό ἐργοστάσιο ὠρολογίων, τό ὠρολογο-ποιεῖο[ν].часовой IIм ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ φύλακας, ὁ φύλαξ. -
14 повременный
επ.1. χρονικός, κατά χρονικό διάστημα, περιοδικός•-ые издания περιοδικές εκδόσεις.
2. με την ώρα ή με το χρόνο•-ая оплата πληρωμή με την ώρα•
-ая работа εργασία με την ώρα ή χο χρόνο (ως αντώνυμο της έκφρασης με το κομμάτι).